Ο μύθος του «αντι-επενδυτικού» ΣΥΡΙΖΑ και των «φιλο-επενδυτικών» Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ
Στη ζωή υπάρχουν πολλοί μύθοι.
Πολλοί από τους οποίους αφορούν την πολιτική ζωή του τόπου.
Στην κυβερνητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι σήμερα δημιουργήθηκαν αρκετοί τέτοιοι μύθοι. Δημιουργήματα κυρίως του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ αλλά κατά καιρούς και της Χ.Α. όπου με τη μέθοδο της διαρκούς αναπαραγωγής και με τη βοήθεια των Μέσων οι μύθοι αυτοί πήραν τη μορφή πραγματικών εντυπώσεων.
Ένας από αυτούς τους μύθους έχει να κάνει με τη στάση της κυβέρνησης απέναντι στις επενδύσεις, είτε τις ξένες είτε τις εγχώριες.
Διαρκώς λοιπόν, ισχυρίζονται πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κατά των επενδύσεων, ή και εχθρός των επενδύσεων, ή πιο ήπια πως μας λείπει η εμπειρία και η γνώση, ή πιο ισοπεδωτικά πως οι επενδύσεις είναι μηδενικές (Κυριάκος Μητσοτάκης) ή πιο αστεία πως ο Αλέξης Τσίπρας “έχει αλλεργία στις επενδύσεις” (Φώφη Γεννηματά) κλπ.
Ταυτόχρονα παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως ειδικούς, ως αυτούς που διαθέτουν την τεχνογνωσία και την αξιοπιστία για να προσελκύσουν τις επενδύσεις στη χώρα. Ένα αφήγημα που κυρίως βασίζεται σε γενικούς αυτοποροσδιορισμούς και στη θεωρητική ταυτότητα οι οποίοι μόνοι τους δίνουν στα κόμματά τους.
Όμως πόσο σχέση με την πραγματικότητα έχουν όλα αυτά ;
Πόσο στα αλήθεια ωφέλησαν την πραγματική οικονομία της χώρας οι κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ ;
Κατά πόσο η επίπλαστη και προσωρινή προ κρίσης εποχή ευημερίας βασίζεται σε ουσιαστικές πολιτικές τους επιλογές ;
Τα στοιχεία που παραθέτει στην έκθεσή του ο Γενικός Γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων – Λόης Λαμπριανίδης, δείχνουν ότι εδώ και 40 χρόνια οι κυβερνήσεις ουδέποτε δεν κατάφεραν να καταστήσουν τη χώρα ελκυστική για επενδύσεις και απέτυχαν πλήρως στο να πλησιάσουμε το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο εισοδήματος και ανάπτυξης.
Η εποχή της ευμάρειας, για όσο κράτησε και για το κομμάτι της κοινωνίας που την ένιωσε (μιας και δεν ήταν καθολική για όλες τις κοινωνικές ομάδες) ήταν αποτέλεσμα αποκλειστικά και μόνο του υπέρογκου δανεισμού της χώρας καθώς και των ευρωπαϊκών πόρων από τα πακέτα στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Καμία πολιτική δράση, ανύπαρκτη οργανωμένη οικονομική διαχείριση, Αναπτυξιακοί Νόμοι που πέρασαν χωρίς να αφήσουν το παραμικρό στίγμα στους πραγματικούς δείκτες της οικονομίας, κατάρρευση της Βιομηχανίας, αποδιοργάνωση της Γεωργίας και καμία εξέλιξη στους τομείς της Τεχνολογίας και της Επιστήμης.
Θα αναφέρουμε επιγραμματικά μόνο κάποια στοιχεία της έκθεσης ενώ αξίζει πραγματικά να διαβάσετε ολόκληρη την έκθεση του Λόη Λαμπριανίδη στον πιο κάτω σύνδεσμο.
Προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων :
Για 20 ολόκληρα χρόνια, από το 1995 μέχρι και το 2015, η ετήσια εισροή ΞΑΕ στη χώρα ήταν πάντοτε χωρίς εξαίρεση πολύ πιο κάτω από τη μέση ροή ΞΑΕ στην ΕΕ.
Συγκεκριμένα μεταξύ 1995-2005 (“χρόνια ευμάρειας”) η προσέλκυση ΞΑΕ στην χώρα ήταν της τάξης του 1% και λιγότερο, ενώ στην ΕΕ έφτανε έως και το 8% του ΑΕΠ της. Τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν ουσιαστικά ούτε στη συνέχεια μεταξύ 2004-2009. Βελτίωση παρατηρείται μόνο μετά το 2015 με τις ΞΑΕ να ξεπερνούν το 2% καταγράφοντας ρεκόρ 20ετίας και πλέον, ενώ το 2018 είχαμε ακόμα καλύτερες επιδόσεις.
Εξαγωγές :
Μεταξύ 2000 και 2008 η Ελλάδα βρισκόταν σταθερά στην τελευταία θέση στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών στις εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ, ενώ η αύξηση που παρατηρήθηκε την περίοδο 2009-2015 οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην πτώση του ΑΕΠ. Οι εξαγωγές σε απόλυτα μεγέθη παρέμειναν για το διάστημα 2007 – 2016 στάσιμες, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά το 2017 και ακόμα περισσότερο το 2018.
Πρόσφατος Αναπτυξιακός Νόμος (4399/2016) :
Από το 2016 έως και το 2018, σε μόλις δύο χρόνια, έχουν υποβληθεί 1.820 επενδυτικά σχέδια με προϋπολογισμό 5,2 δισ., που θα δημιουργούν 12.730 θέσεις εργασίας.
Ο προηγούμενος Αναπτυξιακός Νόμος του 2011(3908/2011) σε διάστημα τεσσάρων ετών είχαν εγκριθεί 1.276 επενδυτικά σχέδια που θα δημιουργούσαν 6.167 θέσεις εργασίας.
Επίσης, στον παλαιότερο Αναπτυξιακό Νόμο ένας ελάχιστος αριθμός επιχειρήσεων πήρε το μεγαλύτερο ποσοστό των ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, το 4,2% των ενισχυόμενων επιχειρήσεων πήρε το 43,6% (!!!) του συνολικού ύψους των επιχορηγήσεων, ενώ σε 6 μόλις επιχειρήσεις εγκρίθηκαν ενισχύσεις ύψους 1 δισ., δηλαδή το 8,1% των συνολικών ενισχύσεων!
Το 95% του συνόλου των επενδυτικών σχεδίων των παλαιότερων Αναπτυξιακών Νόμων λάμβαναν την ενίσχυση με τη μορφή επιχορήγησης, δηλαδή έπαιρναν δημόσιο χρήμα απλά και μόνο με την επίδειξη κάποιων τιμολογίων, χωρίς δηλαδή να τίθενται κριτήρια για τη βιωσιμότητα και την προοπτική της επιχείρησης.
Από την άλλη, στον πρόσφατο Αναπτυξιακό Νόμο υπάρχει ένα εύρος επενδυτικών σχεδίων από πολύ μικρές επιχειρήσεις 35.2%, μικρές 29,3% και μεσαίες 22,2%. Επιπλέον το 50% θα πάρει την ενίσχυση με τη μορφή της φορολογικής απαλλαγής κάτι που λειτουργεί ως κίνητρο για τις επιχειρήσεις με οργανωμένο επιχειρηματικό σχεδιασμό. Τέλος υπάρχει αυξημένη παρουσία της Αγροτοδιατροφής (31,4%) και της Βιομηχανίας (27,5%).
Δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) :
Μεταξύ 1999 και 2014 οι δαπάνες Ε&Α κυμάνθηκαν μεταξύ 0,6% και 0,84% του ΑΕΠ, ενώ το 2015 αυξάνονται στο 0,96% και το 2017 στο 1,13%, σχεδόν διπλάσιες ακόμα και από τις προ κρίσης εποχές.
Επιπλέον οι δαπάνες των ίδιων των ελληνικών επιχειρήσεων για Έρευνα και Ανάπτυξη από το 2000 ως το 2015 παρέμεναν καθηλωμένες στο 0,30% με 0,33% του ΑΕΠ, ενώ επί της παρούσας κυβέρνησης αυξάνονται, αρχικά στο 0,42% το 2016 και στο 0,49% το 2017.
Επί δεκαετίες η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των στοιχείων της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ. Τα δισεκατομμύρια δανείων και τα δισεκατομμύρια πόρων από την Ε.Ε. αν είχαν αξιοποιηθεί όπως έπρεπε όχι μόνο θα είχαμε αποφύγει τη 10ετή οικονομική κρίση, με όλες τις επιπτώσεις της στην κοινωνία, αλλά επιπλέον θα είχαμε εξασφαλίσει ένα Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ και ένα βιοτικό επίπεδο πολύ κοντά αλλά ίσως και πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.